- εισποιώ
- εἰσποιῶ (-έω) (Α)1. (ενεργ. και μέσ.) υιοθετώ2. εισάγω3. αποδίδω σε κάποιον4. (για πρόσ. με γεν.) παίρνω μαζί μου («τῶν πραττομένων εἰσεποίει κοινωνὸν αὐτόν»)5. (με δοτ.) κατατάσσω σε τάξη, τόν κάνω να καταλέγεται («τὸ τάχος (τὴν τίγριν) εἰσποιεῑ τοῑς ἀνέμοις»)6. παρασύρω, τραβώ προς τη μεριά μου7. συνενώνω8. δέχομαι σπίτι μου.
Dictionary of Greek. 2013.